- εμβριμώμαι
- ἐμβριμῶμαι (-άομαι) (Α)1. (για άλογα) χρεμετίζω, ρουθουνίζω2. (για πρόσ.) δυσανασχετώ, γογγύζω3. εκδηλώνω την αγανάκτηση μου, επιπλήττω4. ορμώ εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεμβριμώμαι — άομαι, Α οργίζομαι ή απειλώ επιπροσθέτως («πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο» ο πλούσιος έκανε το αδίκημα και ο ίδιος έμπηξε τις φωνές για να βγει αποπάνω, ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμβριμῶμαι «δυσανασχετώ, γογγύζω, επιπλήττω, ορμώ… … Dictionary of Greek